- κοχωνη
- κοχώνηἡ (dual. τὰ κοχώνᾱ) анат. промежность Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] … Dictionary of Greek
κοχώνη — perineum fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχωνῶν — κοχώνη perineum fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχῶναι — κοχώνη perineum fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχώναις — κοχώνη perineum fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχώνην — κοχώνη perineum fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχώνης — κοχώνη perineum fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχώναι — οἱ, Α οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη … Dictionary of Greek
κοχώνα — κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc/acc dual κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχώνας — κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem acc pl κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гуз — I I., род. п. гуза нижний конец снопа; зад, гузка у птиц , гузно зад (животного) , гузло нижняя часть снопа , укр. гуз, блр. гуз, болг. гъз(ът) зад, чрево , сербохорв. гу̑з, словен. goza зад , чеш. huzo, польск. gąz. Сюда же кургузый. Праслав.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера